- μεριμνηματικός
- μεριμνηματικός, -ή, -όν (Α) [μερίμνημα]1. αυτός που προκαλεί μέριμνα, ανησυχία2. αυτός που προκαλείται από μέριμνες, που οφείλεται σε μέριμνες («μεριμνηματικὰ ὄνειρα», Αρτεμίδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.